καλλιστείο

καλλιστείο
το (AM καλλιστεῑον) [κάλλιστος]
νεοελλ.
στον πληθ. τα καλλιστεία
διαγωνισμός ομορφιάς
αρχ.
1. βραβείο ομορφιάς
2. στον πληθ. τὰ καλλιστεῑα
βραβείο αρετής και ανδρείας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καλλιστείο — το 1. βραβείο που δίνεται στον ωραιότερο. 2. καλλιστεία, τα αγώνες ομορφιάς μεταξύ νεανίδων: Έλαβε μέρος στα καλλιστεία και ήρθε δεύτερη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”